ὀργεώνων

ὀργεώνων
ὀργέων
masc gen pl
ὀργεών
member of a religious association
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εστιάτορας — ο (ΑΜ ἑστιάτωρ) [εστιώ] νεοελλ. ο ιδιοκτήτης εστιατορίου μσν. συνήθ. στον πληθ. οἱ ἑστιάτορες οι συνδαιτημόνες αρχ. 1. αυτός που παραθέτει γεύμα, που φιλεύει ή φιλοξενεί κάποιον, ο αμφιτρύωνας 2. συμποσιάρχης 3. ο καλεσμένος στην εστίαση, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”